Σε έντονες διαπραγματεύσεις βρίσκονται οικονομικό επιτελείο και θεσμοί, σχετικά με τη ρύθμιση των 120 δόσεων για οφειλές ενεργών ελεύθερων επαγγελματιών και αυτοαπασχολούμενων σε ασφαλιστικά ταμεία και εφορίες.

Συγκεκριμένα, το οικονομικό επιτελείο υπολογίζει ότι περίπου 100.000 ελεύθεροι επαγγελματίες έχουν τη δυνατότητα να ευθυγραμμιστούν με τη ρύθμιση και να διατηρήσουν τις θέσεις εργασίας τους.

Τροχοπέδη στις διαπραγματεύσεις, ωστόσο, αποτελεί η επιθυμία των θεσμών να περιορίσουν όσο γίνεται τον αριθμό των υπό ένταξη οφειλετών.  Ειδικότερα, επιμένουν στην ανάγκη θεσμοθέτησης συγκεκριμένων περιουσιακών κριτηρίων που θα καθορίζουν την ένταξη στη ρύθμιση, αλλά και το ύψος της μηνιαίας οφειλής. Συγκεκριμένα, ζητούν η περιουσία να είναι μικρότερη από το δεκαπλάσιο της οφειλής, ώστε να μπορέσει κανείς να κάνει χρήση της ρύθμισης των 120 δόσεων.

Τι προβλέπει η ρύθμιση

Η ρύθμιση των 120 δόσεων θα αφορά σε χρέη που έχουν δημιουργηθεί έως τις 31/12/2016 και όχι νέα και θα απευθύνεται μόνο σε ελεύθερους επαγγελματίες και αυτοαπασχολούμενους, ακόμα και σε όσους έχουν αναστείλει τη δραστηριότητά τους.

Το κούρεμα των προσαυξήσεων για οφειλές στα ασφαλιστικά ταμεία αναμένεται να φτάσει έως και το 85%, ενώ για οφειλές στις εφορίες το 95%. Το ύψος της διαγραφής των προσαυξήσεων θα ακολουθεί το μέγεθος της οφειλής και τον αριθμό των δόσεων.

Αναφορικά με συγκεκριμένες οφειλές και κατηγορίες οφειλετών, εξετάζεται το ενδεχόμενο να κουρεύεται μέρος της βασικής οφειλής. Όσον αφορά τις οφειλές προς την εφορία, αναμένεται να προβλεφθεί κούρεμα κύριας οφειλής έως 30%. Για τις οφειλές προς τα ασφαλιστικά ταμεία, σημαντική προϋπόθεση είναι η βασική οφειλή να μην αντιστοιχίζεται σε ασφαλιστικό χρόνο, ώστε να μην δημιουργηθούν προβλήματα στην προσδοκώμενη σύνταξη.

Καταληκτικά, βασική ρήτρα υλοποίησης του κουρέματος είναι η συνεπής καταβολή των 120 δόσεων. Αν για παράδειγμα κάποιος σταματήσει στις 60 δόσεις, επιβαρύνεται με το σύνολο των προσαυξήσεων και αναγεννάται και η κύρια οφειλή. Η καταβαλλόμενη δόση δεν θα μπορεί να είναι σε καμία περίπτωση μικρότερη των 50 ευρώ προς κάθε πιστωτή.