Οικονομικές καταστάσεις υψηλότερης ποιότητας συνεπάγεται ως γεγονός ότι αντικατοπτρίζουν όλα τα ποιοτικά χαρακτηριστικά που θέτει το εννοιολογικό πλαίσιο των ΔΠΧΑ, κυρίως όσον αφορά τα βασικά χαρακτηριστικά (fundamental qualitative characteristics):

  • Συνάφεια (relevance)
  • Σημαντικότητα (materiality)
  • Ακριβοδίκαιη παρουσίαση (faithful representation)

Η συγκρισιμότητα, επαληθευσιμότητα, έγκαιρη πληροφόρηση και η κατανοητότητα περιλαμβάνονται μεταξύ των χαρακτηριστικών που βελτιώνουν – ενισχύουν (enhancing qualitative characteristics) τη χρησιμότητα των οικονομικών πληροφοριών που διαθέτουν τα βασικά ποιοτικά χαρακτηριστικά.

Το βασικό πρόβλημα με τη μέθοδο του κόστους κτήσης, σε αντίθεση με την εύλογη αξία, είναι ότι δεν λαμβάνει υπόψη τις συνθήκες της αγοράς και αυτό καλύπτει και τα χρηματοοικονομικά αλλά και τα μη-χρηματοοικονομικά στοιχεία.

Το πρότυπο ΔΠΧΑ 13 «Εύλογη Αξία», για σκοπούς αποτίμησης, δίνει έμφαση στα δεδομένα της αγοράς και όχι σε μια δεδομένη οικονομική οντότητα, δηλαδή σε εκτιμήσεις που αφορούν συγκεκριμένη επιχείρηση. Όταν υπάρχει ενεργή και οργανωμένη αγορά όπου το περιουσιακό στοιχείο ή η υποχρέωση αποτελεί στοιχείο αγοραπωλησίας, η χρήση της εύλογης αξίας οδηγεί σε οικονομικές καταστάσεις υψηλότερης ποιότητας. Ζήτημα δημιουργείται όταν δεν υπάρχει οργανωμένη αγορά και η χρήση της μεθόδου βασίζεται σε τεχνικές αποτίμησης με τη χρήση εισροών που κατατάσσονται σε τρία επίπεδα.

Η προβληματική ανάπτυξη του ζητήματος, όπως αποτυπώνεται στην περίπτωση αυτή, συνοδεύεται από αδυναμίες όπως η υποκειμενικότητα των εκτιμήσεων, η υποεκτίμηση μη χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων (κυρίως), αλλά και των προοπτικών ανάπτυξης μιας επιχειρηματικής οντότητας με κάποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που προσδίδουν αξία, αλλά υποεκτιμώνται από ένα περιβάλλον αστάθειας, όπως παράγεται από μια οικονομική κρίση και των παράγωγων καταστάσεων αυτής (αύξηση επιτοκίων που οδηγεί σε προεξόφληση χαμηλότερης αξίας μελλοντικών ταμειακών ροών κ.λπ.).

Ακόμα και σε αυτή την περίπτωση όμως, η υιοθέτηση ενός μοντέλου ιστορικού κόστους δεν θεραπεύει τις αδυναμίες που παρουσιάζει η μέθοδος της εύλογης αξίας, ιδιαίτερα όταν υπηρετείται με συνέπεια και δεν επηρεάζεται η υιοθέτησή της από διακυμάνσεις στον οικονομικό κύκλο ή από προσπάθειες χειραγώγησης των οικονομικών καταστάσεων σε περιόδους οικονομικής άνθησης.

Οι γνωστοποιήσεις που επιβάλλει το ΔΠΧΑ 13 λειτουργούν και ως δικλείδα ασφαλείας. Με τον τρόπο αυτό, οι χρήστες των οικονομικών καταστάσεων αποκτούν υψηλότερης ποιότητας πληροφόρηση, καθώς ενημερώνονται για τον τρόπο που διενεργεί τις εκτιμήσεις της η Διοίκηση της οντότητας.

Τι ισχύει, όμως, για τα νέα Ελληνικά Λογιστικά Πρότυπα;

Από το 2015 που έχουμε την εισαγωγή των Ελληνικών Λογιστικών Προτύπων (Ν.4308/2014), με το άρθρο 24, εισάγεται η δυνατότητα χρήσης εύλογων αξιών αυστηρά σε προαιρετική βάση, ως εναλλακτικό μοντέλο έναντι του ιστορικού κόστους, κατά την ελεύθερη επιλογή της υποκείμενης οντότητας, με απόφαση της διοίκησης. Τα ΕΛΠ ουσιαστικά δανείζονται ορισμούς και διατυπώσεις από τα ΔΠΧΑ, τα οποία παρέχουν μέσα από το ΔΠΧΑ 13 αναλυτικές οδηγίες. Μέχρι σήμερα, η μέθοδος της εύλογης αξίας δεν έχει βρει ανταπόκριση και το ιστορικό κόστος αποτελεί την πλέον διαδεδομένη μέθοδος αποτίμησης.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *